- μαλθακίζομαι
- μαλθακίζομαιto be softenedpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλθακίζομαι — (AM) [μαλθακός] είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος αρχ. 1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.) 2. (σε σχέση με τη θερμότητα τού ηλίου) αποχαυνώνομαι 3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν… … Dictionary of Greek
μαλθακιζόμενον — μαλθακίζομαι to be softened pres part mp masc acc sg μαλθακίζομαι to be softened pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακισθέντα — μαλθακίζομαι to be softened aor part mp neut nom/voc/acc pl μαλθακίζομαι to be softened aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακίζου — μαλθακίζομαι to be softened pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μαλθακίζομαι to be softened imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακιζομένη — μαλθακίζομαι to be softened pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακιζομένην — μαλθακίζομαι to be softened pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακιζομένοις — μαλθακίζομαι to be softened pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακιζομένου — μαλθακίζομαι to be softened pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακιζόμενα — μαλθακίζομαι to be softened pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακιζώμεθα — μαλθακίζομαι to be softened pres subj mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)